- άρνειος
- ἄρνειος, -α, -ον (Α) [αρήν]ο αρνίσιος, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αρνί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρνειός — ἀρνειός και ἀρνηός, ο (Α) 1. το κριάρι 2. ως επίθ. «ὄιν ἀρνειόν» αρσενικό πρόβατο 3. ο αστερισμός του Κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνειός < *αρσνειός (πρβλ. πτέρνα, γοτθ. fairzna) < *αρσνηFός (πρβλ. άρσην). Η σύνδεση με τον τ. Fαρήν είναι… … Dictionary of Greek
ἀρνειός — ram masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνειος — of a lamb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνείων — ἄρνειος of a lamb fem gen pl ἄρνειος of a lamb masc/neut gen pl ἀρνεῖον sheep neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνειον — ἄρνειος of a lamb masc acc sg ἄρνειος of a lamb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοῖο — ἀρνειός ram masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοῖς — ἀρνειός ram masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοῖσιν — ἀρνειός ram masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοί — ἀρνειός ram masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοῦ — ἀρνειός ram masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)